ψυχοφυσιολογία

ψυχοφυσιολογία
η, Ν
ιατρ. ψυχιατρική υποειδικότητα που μελετά τον συσχετισμό τής συμπεριφοράς και τών ψυχικών δραστηριοτήτων με τις φυσιολογικές λειτουργίες οι οποίες αποτελούν υπόστρωμα τών εκδηλώσεων αυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychophysiologie (< ψυχή + φυσιολογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοφυσιολογία — η 1. η εξήγηση των φυσικών φαινομένων με τη φυσιολογία. 2. μέρος της ψυχολογίας που μελετά τις σχέσεις ψυχής και σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχοφυσιολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοφυσιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ψυχοφυσιολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχοφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φυσιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοφυσιολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχοφυσιολόγος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με την ψυχοφυσιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”