ψυχοφυσιολογία — η 1. η εξήγηση των φυσικών φαινομένων με τη φυσιολογία. 2. μέρος της ψυχολογίας που μελετά τις σχέσεις ψυχής και σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοφυσιολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοφυσιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ψυχοφυσιολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχοφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φυσιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ψυχοφυσιολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοφυσιολόγος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με την ψυχοφυσιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)